αλητης

αλητης
    ἀλήτης
    I
    дор. ἀλάτᾱς -ου (ᾰλᾱ) adj. m скитальческий, бродячий
    

(βίος Her.)

    II
    -ου ὅ
    1) скиталец, странник, бродяга Hom.
    2) изгнанник Hom., Trag.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλητης" в других словарях:

  • Ἀλήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήτης — wanderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

  • αλήτης — ο θηλ. ισσα αυτός που περιπλανιέται άσκοπα, αυτός που δεν έχει κατοικία και δουλειά: Τον έλεγαν αλήτη, αλλά δεν ήταν, γιατί ζητούσε δουλειά, μα δεν έβρισκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλᾶτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg (doric) ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῆτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλητα — Ἀλήτης masc voc sg Ἀλήτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλητῶν — Ἀλήτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλήταις — Ἀλήτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήταις — ἀλήτης wanderer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλήτην — Ἀλήτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»